Wednesday, January 31, 2018

ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝ-ΠΛΗΡΩΣΗΣ


ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝ-ΠΛΗΡΩΣΗΣ


Δύο συμπληρωματικά κείμενα:

1. ΟΣΟ ΠΙΟ ΑΠΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

2. ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΑΦΑΤΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ, προς συν-πλήρωση


Ξεκινώντας από τον κινηματογράφο και τα σενάρια που ήθελα να γράψω, μου τέθηκε από νωρίς το ερώτημα του κινήτρου των κινηματογραφικών χαρακτήρων. Τι είναι αυτό που τους κινεί και σε τι αποσκοπούν;  Αυτό με οδήγησε σε γενικότερες σκέψεις, που αφορούσαν τους ανθρώπους συνολικά. Διαπίστωσα ότι όλοι κινούνται προς την ολοκλήρωσή τους (την πληρότητα), με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Ανεξάρτητα από το τι καταφέρνουν τελικά στη ζωή τους, αυτό που θέλουν είναι να νιώθουν πλήρεις. Η εκ- πλήρωσή τους είναι το βασικό τους κίνητρο.

Το αίτημα της πληρότητας έγινε αντικείμενο των θεωρητικών μου σκέψεων και με οδήγησε σε μια σειρά από διαπιστώσεις και κάποιες διατυπώσεις, σκόρπιες στα διάφορα γραπτά μου. Όταν αποφάσισα να τις συστηματοποιήσω, άρχισε να διαφαίνεται μια γενική θεωρία που τις ένωνε σε μια ενιαία αντίληψη του κόσμου. Αποπειράθηκα να την παρουσιάσω σε δύο «εργασίες» που έγραψα με διαφορά ετών («Εισαγωγή σε βασικές έννοιες για την ερμηνεία της πραγματικότητας» 1993 και «Υποθέσεις γενικής θεωρίας» 2005). Επειδή αυτές δεν προέκυψαν από ακαδημαϊκές σπουδές αλλά γεννήθηκαν αυθόρμητα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλοϊκές και πιθανόν να ήταν.

Μήπως, όμως, η απλότητα θα μπορούσε να είναι κάτι θεμιτό για μια συνολική θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων; Αυτό αποπειράθηκα γράφοντας το «Όσο πιο απλά γίνεται» (2011), που παρουσιάζεται πρώτο εδώ. Στη συνέχεια ακολουθεί το «Απώτατο συμπέρασμα – Διάνοιξη στο άφατο» (2017), το συμπληρωματικό κείμενο που θεώρησα απαραίτητο για μια γενική θεωρία, καθώς τη διανοίγει στη σιωπή, αφού, στο τέλος, ότι και να πούμε μπορεί να μην έχει νόημα, καθώς αγνοούμε το ύστατο νόημα της ύπαρξης. Απλά υπάρχουμε, κινούμενοι προς την εκπλήρωσή μας, αγνοώντας σε τι μπορεί αυτή να αποσκοπεί. Αυτό δεν κάνει τη ζωή μας λιγότερο ενδιαφέρουσα. Δίνουμε ιδιαίτερο νόημα και μεγάλη σημασία σε ό,τι μπορεί να μας υπόσχεται κάποιου είδους εκπλήρωση, αν και αγνοούμε το οριστικό νόημά της. Πρόκειται για δύο καταστάσεις της ύπαρξης - την τρέχουσα και την οριστική - που συνυπάρχουν.

Υπάρχουμε ταυτόχρονα τόσο στο τρέχοντα χρόνο του δικού μας γίγνεσθαι, όσο και στο διηνεκή χρόνο του συμπαντικού γίγνεσθαι, από το οποίο, άλλωστε, έχουμε προέλθει. Η εννόηση της μιας κατάστασης θα πρέπει να συμπληρωθεί από την άλλη, για να δώσει μια πληρέστερη εικόνα της γενικότερης συνθήκης μας.

Αυτό αναδεικνύει τη συμπληρωματικότητα σε κομβική έννοια καθώς καμία κατάσταση της ύπαρξης (και η συναφή της θεωρία) δεν μπορεί να αποδώσει, από μόνη της, την πληρότητα που αναζητούμε σαν υπάρξεις. 

Το ζητούμενο της πληρότητας συνεπάγεται τη συμπληρωματικότητα κάθε ενέργειάς μας (πρακτικής και θεωρητικής), την ένωση με αυτό που μας λείπει κάθε φορά, για να προχωράμε ολοκληρωμένοι. Τίποτα από μόνο του δεν είναι επαρκές και καμία θεωρία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να συμπληρώνεται από κάποια άλλη.

Όταν έβαλα μαζί τα δύο κείμενα που παρατίθενται, κατάλαβα ότι μόνο ως συμπληρωματικά λένε κάτι πλήρες στο επίπεδο εννόησης που κινούνται. Από μόνα τους είναι ελλιπή, όπως κάθε τι από μόνο του. Άρα και αυτό το ενιαίο σύγγραμμα, που τα παραθέτει σε ένα σώμα, είναι ελλιπές. Θα πρέπει να συμπληρωθεί με κάτι άλλο (με την ανάγνωσή του  ή με την περαιτέρω συγγραφή του, με την αποδοχή του ή την υποδοχή του, με την επεξεργασία του ή με την εφαρμογή του).
Το ίδιο ελλιπή μοιάζουν όλα τα έργα μας, αναδεικνύοντας τη συν-πλήρωσή τους το μέγα Έργο στο οποίο  καλούνται να συμμετάσχουν.

Μια θεωρία της συν-πλήρωσης θα συντελούσε στην πληρέστερη συμμετοχή μας στο έργο του γίγνεσθαι και στη μεγιστοποίηση της πληρότητας που νιώθουμε εξ αυτού.  Ελπίζω το ελλιπές σύγγραμμα που ακολουθεί να μπορέσει να συμβάλει σε αυτή, εφόσον συμπληρωθεί κατάλληλα. 

ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ. (Θεός ή Αυτό;)


Είμαστε γεννήματα αυτού του κόσμου. Εμφανιστήκαμε κάποια στιγμή σαν μορφή ζωής ενός πλανήτη κάποιου ήλιου ενός από τους γαλαξίες του. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει άλλο σύμπαν από αυτό που ζούμε, ούτε τι υπήρχε πριν από αυτό - αν υπήρχε κάτι - ούτε τι θα έρθει μετά. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε εδώ (όσο βρισκόμαστε), κάτοικοι της Γης, που είναι κι αυτή γέννημα του κόσμου.

Από τη θέση μας μέσα στο σύμπαν, σαν ένα μέρος αυτού, οργανικά δεμένο μαζί του, είναι αδύνατον να το αντιληφθούμε στην ολότητά του, να αποσπαστούμε από αυτό με κάποιο τρόπο και να το δούμε από έξω, για να καταλάβουμε τι είναι στο σύνολο. Μπορούμε να καταλάβουμε από μέσα πολλά, αλλά η ολότητά του (όπως, επίσης, η αρχή και το τέλος του) πάντα θα μας διαφεύγει, διότι μας εμπεριέχει.

Η απόπειρες των διαφόρων θρησκειών να πουν την ιστορία του κόσμου σαν ένα παραμύθι - με αρχή, μέση και τέλος - είναι προϊόν της φαντασίας της πρώιμης ("παιδικής") ηλικίας του ανθρώπου, όπου με μυθολογικές κατασκευές προσπάθησε να βάλει μια πρόχειρη τάξη στο χάος του ανεξήγητου κόσμου που τον περιέβαλλε. Όσο όμως μεγάλωνε και μάθαινε τον κόσμο γύρω του, τόσο αυτές οι κατασκευές αποδεικνυόταν αυθαίρετες, έτσι που σήμερα καμία θρησκεία να μην πείθει πραγματικά το μέσο άνθρωπο σαν ερμηνευτικό σύστημα του κόσμου.

Αδυνατώντας εκ των πραγμάτων να θεαθούμε το όλον του κόσμου, βρισκόμαστε σε αντικειμενική αδυναμία να ορίσουμε απαράβατες αρχές και αιώνιες αλήθειες. Αρχές που βασισμένες στη γνώση του Όλου και σφραγισμένες με τη βούλα του απόλυτου να μπορούν να θεμελιώσουν αλάθητες επιστήμες - τόσο φυσικές, όσο και κοινωνικές - που θα έδιναν τη βάση να νομοθετήσουμε με αλάθητο τρόπο και τα ανθρώπινα πράγματα.

Από την άλλη, η παραίτηση από το αίτημα του απόλυτου και της επικύρωσης της γνώμης μας από την αλήθεια, εισάγει το σχετικισμό στις ανθρώπινες κρίσεις και προβάλλει τον υποκειμενισμό των απόψεών τους, γεγονός που επαναφέρει την αυθαιρεσία στα ανθρώπινα πράγματα από την πίσω πόρτα, (αφού εκδιώχθηκε, από τη μπροστινή, με την αποπομπή των θρησκειών).

Η αυθαιρεσία του υποκειμενισμού οδηγεί, από τη μια, στην επιβολή της γνώμης του πιο ισχυρού πάνω στον πιο αδύνατο - καθώς δεν αναγνωρίζεται κάποιο αντικειμενικό κριτήριο έξω από αυτούς τους δύο, ικανό να εκδικάσει τις όποιες διαφορές τους - και, απ’ την άλλη, αποσυνδέει τον άνθρωπο από το όλον στο οποίο ανήκει, με το να του αναγνωρίζει το δικαίωμα να αυθαδιάζει έναντι των πάντων.

Εν ονόματι του υποκειμενισμού, ο άνθρωπος είναι ικανός να παραγνωρίσει τους απαράβατους νόμους του κόσμου στον οποίο ανήκει και να παραβιάσει τους κανόνες της φύσης που τον κρατάει στη ζωή -κάτι  το οποίο μπορεί να τον φέρει αρχικά σε θέση ισχύος, αλλά όχι για πολύ. Η παραβατικότητα δεν επιτρέπεται σε ένα σύμπαν που έχει κανόνες, τους οποίους μπορεί να μην ξέρουμε πολύ καλά, αλλά οφείλουμε να τους αναγνωρίζουμε, εφόσον είμαστε μέρος της ολότητας του κόσμου και εξαρτόμαστε από αυτήν.

Η αντικειμενική αδυναμία μας να ορίσουμε το απόλυτο - λόγω της θέσης μας εντός του κόσμου, κι όχι εκτός αυτού - δεν σημαίνει ότι το απόλυτο δεν υπάρχει. Υπάρχει όπως υπάρχει και το Όλον που μας εμπεριέχει ως Αυτό που είναι τα πάντα, ενώ, εμείς είμαστε «κάτι» μέσα σε Αυτό.
------------------------------------------
Θα μπορούσαμε εδώ να χρησιμοποιήσουμε ένα διαδεδομένο όρο για Αυτό, τον όρο «Θεός», για να γίνουμε κατανοητοί, όμως, εφόσον θέλουμε να αναφερθούμε στο Όλον με το σύνολο των ιδιοτήτων του και όχι με κάποιες από αυτές, χρειαζόμαστε μια λέξη όσο γίνεται πιο γενική και ουδέτερη, όπως είναι η λέξη "Αυτό".

Η λέξη «Θεός» δεν είναι αρκούντως κατάλληλη, καθώς είναι χαρακτηρισμένη από  τις ειδικές επισημάνσεις των διαφόρων θρησκειών και είναι, επιπλέον, αρσενικού γένους - τουλάχιστον στα ελληνικά - άρα, όχι ουδέτερη.

Για τον ίδιο λόγο, η λέξη Αυτό είναι προτιμότερη από πολλές άλλες γενικές λέξεις, ακόμη και από τη λέξη «Όλον», η οποία παραπέμπει στην ιδιότητα της ολότητας, αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ιδιότητα Αυτού (το οποίο περιλαμβάνει όλες τις ιδιότητες μαζί και βρίσκεται πέραν όλων των λέξεων που ονομάζουν οτιδήποτε). Κανονικά δεν υπάρχει λέξη να το ονομάσει. Μπορούμε μόνο να αναφερθούμε υπαινικτικά σε "αυτό", με τη λέξη Αυτό, ελλείψει καταλληλότερης.
-----------------------------------------------

Μπορεί να είναι αδύνατον εκ των πραγμάτων να προσδιορίσουμε τι είναι Αυτό, αλλά ξέρουμε ότι είμαστε μέρος του Όλου του και όχι Αυτό μέρος δικό μας. Η ζωή και η ευημερία μας εξαρτάται από Αυτό και όχι Αυτό από εμάς. Άρα, δεν μπορούμε να βάλουμε το εγώ μας πάνω από Αυτό, ούτε τη γνώμη μας κόντρα στους κανόνες του γίγνεσθαί του, χωρίς να τιμωρηθούμε για την ύβρη μας και να υποστούμε τις συνέπειες της σύγκρουσής μας με τον ίδιο τον ζωοδότη μας κόσμο.

Το σύστημα των κανόνων που διέπουν το συμπαντικό γίγνεσθαι και ρυθμίζουν τα της ζωής μας, απαρτίζει το απόλυτο της γνώσης, στο οποίο πρέπει να τείνει η γνώμη μας για να είναι σωστή, ή, καλύτερα, για να γίνεται ολοένα πιο σωστή, αφού το απόλυτα σωστό και εντελώς αληθές είναι αδύνατον για εμάς τους ανθρώπους, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως είπαμε, ότι πρέπει να παραιτούμαστε από το αίτημά του.

Άλλο, όμως, το αίτημα και άλλο η κατοχή.

Ανάμεσα στο τίποτε και στα πάντα υπάρχει το ολοένα πιο πολύ. Ανάμεσα στην κατηγορηματική πρόταση «ξέρω τι είναι τι» και στην αποφατική «δεν ξέρω τίποτε», υπάρχει το «μαθαίνω». 

Αυτό δίνει κατεύθυνση στην ανθρώπινη εννόηση του κόσμου: 
την κατεύθυνση της μεγιστοποίησής της, μέσω της βαθμιαίας προσέγγισης της αλήθειας.

Το αίτημα της αλήθειας -και του απόλυτου- μας φέρνει όλο και πιο κοντά σε Αυτό, μας βγάζει από το εγώ μας και μας συνδέει με τον κόσμο. Από την άλλη, τόσο η ψευδαίσθηση της ολικής κατοχής της αλήθειας (που υπόσχονται οι θρησκείες), όσο και η  παραίτηση από το αίτημα της αλήθειας (που επιφέρει ο σχετικισμός), μας αποσυνδέουν από τον κόσμο, οδηγώντας μας στα επικίνδυνα μονοπάτια, είτε του φονταμενταλισμού (θρησκείες) είτε του ανεξέλεγκτου ατομισμού (σχετικισμός).


Η ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΕΝΝΟΗΣΗ


Ανάμεσα στη θρησκευτική υποταγή και στην ατομικιστική αυθάδεια, βρίσκεται η μέση οδός της βαθμιαίας εννόησης των κανόνων του γίγνεσθαι και της συμμόρφωσής μας με αυτούς, την οποία πρέπει* να ακολουθούμε για να ευημερούμε κατά το μέγιστο δυνατόν.

----------------------------------
*Το «πρέπει», εδώ, δηλώνει την αναγκαστική μας σχέση με τον κόσμο, αφού είμαστε συνδεδεμένοι αναγκαστικά μαζί του και η ευημερία μας εξαρτάται από τη σωστή μας σχέση μαζί του.
----------------------------------

Καθώς η σωστή σχέση μας με τον κόσμο δεν είναι δεδομένη αλλά ζητούμενη, καλούμαστε να μελετήσουμε τον τρόπο της συστοιχείωσής του, τόσο έξω από εμάς (φυσικές επιστήμες), όσο και ανάμεσά μας (επιστήμες του ανθρώπου), για να βρούμε εκείνα τα εργαλεία και να κάνουμε εκείνα τα έργα, που θα προάγουν την ευημερία μας, σύμφωνα, πάντα, με τους κανόνες του γίγνεσθαι.

Οι φυσικές επιστήμες έλυσαν το πρόβλημα της αλήθειας των θεωριών τους με τη μέθοδο της επαλήθευσής τους στις περιοχές που αυτές διερευνούσαν. Έτσι, προχώρησαν σταδιακά στην εξερεύνηση του κόσμου, ενώ, η βαθμιαία προσέγγισή τους στην αλήθεια συντέλεσε στη μεγιστοποίηση της επιστημονικής γνώσης.

Την ίδια στιγμή, οι θεωρίες για τα ανθρώπινα δυσκολεύτηκαν, διότι είχαν να αντιμετωπίσουν τις αντιστάσεις κοινωνικών συστημάτων και ταξικών συμφερόντων πολύ πιο ισχυρών και επώδυνων από τις αντιστάσεις της υλικής πραγματικότητας.

Ακόμη και σήμερα, που οι εξερεύνηση της ύλης έχει προχωρήσει τόσο πολύ, οι θεωρίες για τα ανθρώπινα παραμένουν στάσιμες, ανήμπορες να μεθοδεύσουν την προσέγγισή μας στην αλήθεια, με συνέπεια να βρίθουν από αυθαιρεσίες (είτε θρησκευτικού τύπου, είτε σχετικιστικού). Βασικός λόγος αυτής της δυσκολίας είναι ότι στις ανθρώπινες αποφάνσεις κριτής είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Στα θέματα που αφορούν εμάς τους ίδιους, δεν υπάρχει η μαρτυρία της έξωθεν πραγματικότητας, με την οποία συγκρίνει τις αποφάνσεις της η φυσική επιστήμη, κρίνοντας αν αυτές αληθεύουν ή όχι. Ούτε, βέβαια, υπάρχουν έξω από εμάς γραμμένες κάποιες θείες εντολές - τις οποίες θα μας μεταφέρουν οι εκλεκτοί του Θεού - για να ρυθμίσουμε σύμφωνα με αυτές τη συμπεριφορά μας.

ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ


Αυτό που μας αφορά δεν υπάρχει γραμμένο κάπου έξω από εμάς, αλλά βρίσκεται μέσα μας. Τούτο δεν σημαίνει ότι είμαστε έρμαια κάποιου υποκειμενισμού, ξεκομμένοι από το σύστημα των κανόνων του σύμπαντος κόσμου. Απλά, όντας μέρος Αυτού ενσωματώνουμε από το όλον του τις ειδικές εντολές που μας ρυθμίζουν, μέσα από τις γενετικές μας οδηγίες. Άρα, η αλήθεια μας βρίσκεται μέσα μας και δεν έχουμε άλλο τρόπο να την προσεγγίσουμε από το να την αφουγκραστούμε και να την εκφράσουμε όσο γίνεται πιο ειλικρινά.

Ο ειλικρινής μας εσωτερικός διάλογος με τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τα αισθήματά μας, ήτοι, με το τρισυπόστατο* της ύπαρξής μας, είναι το πρώτο βήμα προσέγγισης της αλήθειας μας.
-------------------------------------
*Το τρισυπόστατο της ύπαρξής μας όπως συναρτάται από τη βούληση (πηγή των επιθυμιών), το νου (των σκέψεων) και τη ψυχή (των αισθημάτων).
-------------------------------------

Το δεύτερο είναι η εξωτερίκευση των συμπερασμάτων αυτού του διαλόγου και η συ-ζήτησή τους με τους άλλους, για να δια-πιστώσουμε την ισχύ τους και να τα δοκιμάσουμε στην πράξη. 

Όταν ξεκινάμε ανάποδα, από τις οδηγίες που μας έρχονται από έξω - από τις εντολές που μας δίνουν άλλοι, από τα δικά τους θέλω, τις δικές τους γνώμες, κλπ. - αποκοβόμαστε από τη μόνη δυνατότητά μας να αρθρώσουμε την αλήθεια που μας αφορά (αφού την «πάσα αλήθεια» είναι αδύνατον να την κατέχουμε, όσο κι αν δεν πρέπει να σταματήσουμε να την αναζητούμε).

Η εσώτερη προέλευση των αποφάνσεων και εκφράσεών μας, όταν αυτές πηγάζουν από τον εσωτερικό μας διάλογο, είναι κριτήριο της αλήθειας τους, αφού δίνει τα εχέγγυα ότι ξεκινούν από εμάς τους ίδιους, είναι ειλικρινείς και έχουν το χαρακτήρα της αυθεντικότητας. Γι’ αυτό, μπορούμε να τις εμπιστευόμαστε και να τις εξωτερικεύουμε, όποιες κι αν είναι αυτές, αρκεί να είναι προϊόντα του ελεύθερου διαλόγου με τον εαυτό μας.

Η «αυτολογοκρισία» μας από εξωτερικούς ελέγχους, που τους έχουμε ενσωματώσει κι έχουν διαμορφώσει μέσα μας μια σειρά από φραγμούς, εμποδίζοντας να συνομιλήσουμε ελεύθερα με τον εαυτό μας, πλήττει το μόνο μέσο που έχουμε για να προσεγγίσουμε την αλήθεια μας: την ειλικρίνεια.


ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ. ΒΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ.


Δεδομένου ότι οι εξωτερικοί έλεγχοι είναι δεδομένοι και ένα μέρος τους περνάει μέσα μας από μικρά παιδιά, η ειλικρίνεια δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι' αυτό λέμε «να είμαστε όσο γίνεται πιο ειλικρινείς», εννοώντας ότι απαιτείται διαρκής προσπάθεια για αυτό, που είναι πρωταρχικό αίτημα της ζωής μας, αν θέλουμε να τη ζήσουμε ως οι εαυτοί μας.

Το να είσαι ειλικρινής στην κοινωνία εμπεριέχει κάποιο κόστος, αφού η ειλικρίνεια μπορεί να σε διαφοροποιήσει από το κοινωνικά αποδεκτό και να σε οδηγήσει σε πιθανή σύγκρουση με διάφορα κατά συνθήκη ψεύδη. Όμως, μόνο αναλαμβάνοντας το κόστος της ειλικρίνειας, μπορείς να είσαι αληθινός και ό,τι έχεις ζήσει να είναι ουσιαστικά βιωμένο. 

Ο βιωματικός πλούτος, αυτός που γεμίζει την ύπαρξή σου με το "είναι" της,  αποτελεί το μέγιστο κέρδος της ειλικρίνειας σου, όσο κι αν αυτή μπορεί να σου κοστίσει. Στην περίπτωση που φοβάσαι να αναλάβεις το κόστος της αλήθειας σου και γίνεσαι εξωτερικός και ψεύτικος - προσποιούμενος "αλήθειες" που δεν είναι δικές σου και ενδίδοντας στην εξωτερικότητα* κοινωνικών επιταγών που δεν σε εκφράζουν- μπορεί να έχεις υλικές απολαβές, αφού γίνεσαι εύκολα αποδεκτός και ανταμείβεσαι από την όποια καθεστηκυία τάξη, αλλά το τίμημα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.

---------------------------------
*"Εξωτερικότητα" σημαίνει να επιτρέπεις έξωθεν εντολές να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην έκφρασή σου, έτσι που να αναπαράγεις πρότυπα που δεν είναι δικά σου. Η εξωτερικότητα διαφέρει ριζικά από την "εξωτερίκευση", όπου εκφράζεις το μέσα σου προς τα έξω.
----------------------------------

Η απομάκρυνσή μας από αυτό που φέρουμε μέσα μας - αυτό που μας φέρει στον κόσμο, σύμφωνα με τις γενετικές οδηγίες μας - προκαλεί ένα χάσμα ανάμεσα σε εμάς και το "είναι" μας, δημιουργώντας ένα τέτοιο κενό ζωής* που οι υλικές απολαβές δεν μπορούν να γεμίσουν.

--------------------------------------------
*"Κενό ζωής" με την έννοια του αβίωτου χρόνου - τις μέρες, τα χρόνια και τις εποχές που αναλώθηκαν στο ψέμα και στο τίποτε.
---------------------------------------------


Ο χρόνος της ζωής μας που δεν βιώθηκε αυθεντικά, αλλά αλλοτριώθηκε στην εξωτερικότητα, ξεπουλημένος σε άλλους, δεν επιστρέφει. Τα χρόνια που δεν ζήσαμε, δεν ξαναγυρίζουν.

Η ανάγκη της ειλικρίνειας δεν είναι μια έξωθεν ηθική επιταγή, αλλά αίτημα της ίδιας της ζωής μας και πόθο δικό μας. Είναι σύμφυτη με εμάς, αφού δεν μπορεί να μη θέλουμε να είμαστε αληθινοί, δηλαδή να υπάρχουμε εντελώς, με την έννοια της πλήρους παρουσίας μας σε αυτόν τον κόσμο, όπου αυτό που έχουμε μέσα μας εκφράζεται και συνομιλείται, αντί να μένει αβίωτο και σκοτεινό, «μαυρίζοντας» τη ψυχή μας.

ΟΙ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Η ψυχή, είναι η πεμπτουσία της ενότητας που μας κρατάει στη ζωή, συνθέτοντας τα συστατικά μας μέρη μας σε μια ζωντανή μονάδα. Όταν πεθαίνουμε, η ψυχή «φεύγει», η ενότητα λύεται και η μονάδα μας αποσυντίθεται.

Ως πεμπτουσία της ζωτικής μας ενότητας, η ψυχή υποφέρει από διχαστικές πρακτικές που ανοίγουν βιωματικά χάσματα στη ζωή μας, όπως συμβαίνει με την έλλειψη της ειλικρίνειας και την αποφυγή της αλήθειας μας. Τότε, τα αισθήματα που μας εκπέμπει η ψυχή είναι αισθήματα δυσφορίας. Αντίθετα, επιβραβεύει με αισθήματα ευφορίας τις ενοποιητικές πρακτικές, που μας φέρουν πιο κοντά στην αλήθεια μας και μας ταυτο-ποιούν, ολοκληρώνοντάς μας και εκ-πληρώνοντάς μας.

Με το δίπολο των αισθημάτων, της ευφορίας και της δυσφορίας, η ψυχή μάς υποδεικνύει τον τρόπο να κινηθούμε στη ζωή.

Με τη, μεν, δυσφορία μάς δείχνει να φύγουμε από εκεί που βρισκόμαστε, να αλλάξουμε στάση, να διαχωριστούμε από ό,τι μας κάνει κακό: ό,τι προκαλεί κενό στη ζωή.

Με τη, δε, ευφορία μάς δείχνει ότι βρισκόμαστε κοντά σε ό,τι μας κάνει καλό: ό,τι μας εκπληρώνει.

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ


Οι χαρακτηρισμοί "καλό" και "κακό" δεν αποτελούν κατηγορήματα τού Είναι, αλλά ηθικά προτάγματα του ανθρώπου. Το Είναι δεν είναι καλό ή κακό. Είναι αυτό που είναι. Η σχέση του ανθρώπου με το Είναι μπορεί να χαρακτηριστεί καλή ή κακή, ανάλογα με το αν εκπληρώνει τη σύνδεσή του με Αυτό ή αν προκαλεί χάσματα. 

Ο άνθρωπος έχει την
 ελευθερία να προκαλέσει το χάσμα (πράττοντας το κακό), αλλά το κενό που προκαλεί, γρήγορα γεμίζει με ερείπια, καθώς το Είναι δεν επιτρέπει το κενό (το μη-Είναι), αλλά το αναπληρώνει άμεσα με το θρύψαλα της καταστροφής, που το κακό προκάλεσε.

Ως ηθικά προτάγματα, το καλό και το κακό, έχουν πάρει διάφορα περιεχόμενα κατά καιρούς, ανάλογα με το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τη σχέση του με το Είναι. Στη θρησκευτική αντίληψη το καλό και το κακό λάμβαναν περιεχόμενο έξωθεν (από τους θεούς και τους διαμεσολαβητές τους), το οποίο ήταν συχνά αυθαίρετο και πολλές φορές επιβεβλημένο δια της βίας. Αντιδρώντας σε αυτήν την επιβολή, οι σημερινοί άνθρωποι αποφεύγουν τη χρήση αυτών των βασικών ηθικών προταγμάτων, αφήνοντάς τα έρμαια μιας σχετικιστικής ερμηνείας, χωρίς σαφή διαχωρισμό. Ο υποκειμενισμός της ερμηνείας τους, τα έχει κάνει θέματα γούστου και προσωπικής βλέψης, έτσι που να έχουν χάσει τα όριά τους και να μπερδεύονται μεταξύ τους.

Η υποκειμενική εκτίμηση του καλού και του κακού, όμως, τα εξασθενίζει σαν ηθικά προτάγματα. Εάν δεν ορίζουμε ποιο είναι το καλό (το δέον) και δεν προσφεύγουμε σε αυτό, χάνουμε τον άξονα των πράξεών μας. Εάν δεν αντιλαμβανόμαστε το κακό, το επιτρέπουμε να συμβαίνει.

Η αξία των ηθικών προταγμάτων ανάμεσα στους ανθρώπους βρίσκεται στην ενθάρρυνση (επιβράβευση) των πράξεων που αποτιμούν ως καλές και στην αποθάρρυνση (τιμωρία) όσων θεωρούν κακές. Έτσι, περιορίζουν το κακό και μεγεθύνουν το καλό.

Κατά κάποιο τρόπο, η ηθική πλαισιώνει την ελευθερία του ατόμου, βάζοντας του όρια (για να μην κάνει το κακό) και δίνοντάς του κατεύθυνση (για να κάνει το καλό). Πρόκειται για ένα ενδο-ανθρώπινο σύστημα πλαισίωσης των ατόμων, καθώς έχουν τη δυνατότητα του καλού και του κακού, διαθέτοντας την ελευθερία της επιλογής.

Τα ζώα δεν κάνουν καλό ή κακό. Δρουν μέσα στο σύστημα της φύσης, ελεγχόμενα απόλυτα από αυτό. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα διαφοροποίησης από τη φύση και δημιουργίας μιας μετα-φύσης, φτιάχνοντας κοινωνίες, όπου ζει και ευημερεί, εκμεταλλευόμενος τη φύση, μέσω της γνώσης.  Αυτή η δυνατότητα, βέβαια, εμπεριέχει τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας. Προκειμένου να προστατευθεί από αυτόν τον κίνδυνο, ο άνθρωπος προσπαθεί να συστηματοποιήσει τη συμπεριφορά του, μέσω των ηθικών προταγμάτων.

Τα κοινωνικά συστήματα χτίζονται, βασικά, πάνω στον ορισμό του καλού και του κακού που υιοθετεί η εκάστοτε κοινωνία. Ανάλογα με το πώς τα αντιλαμβάνονται μορφοποιούν και την αντίστοιχη διακυβέρνησή τους. Όταν τα εκλάμβαναν ως θεϊκές εντολές, δέχονταν πεφωτισμένες ηγεσίες (βασιλείς, αυτοκράτορες και πατριάρχες). Όταν, με το διαφωτισμό, αμφισβήτησαν τη βασιλική ηθική, εκδημοκράτισαν το πολίτευμα.

Η αμφισβήτηση της ίδιας της ηθικής, όμως, κάνει την κοινωνία ευάλωτη στην αυθαιρεσία των ατόμων και ειδικά αυτών που μπορούν να επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα, ελέγχοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες με την ισχύ τους. Είτε αυτά είναι συνασπισμένα σε ισχυρά λόμπυ είτε απαρτίζουν φοβισμένες πλειοψηφίες στοιχισμένες πίσω από λαϊκιστές ηγέτες, ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας και αδικίας εξ αυτών είναι παρών.

Η αδικία προκύπτει από την αλλοιωμένη εκτίμηση του καλού και του κακού, όπου το ένα μπορεί να εκληφθεί ως το άλλο, το κακό να επιβραβεύεται και το καλό να τιμωρείται. Υπάρχουν, βέβαια, τα δικαστήρια, όπου κάποιος μπορεί να προσφύγει για να δικαιωθεί, αλλά, αυτά εκδικάζουν βάσει νόμων, που ψηφίζονται από κοινοβούλια που μπορεί να ελέγχονται από ομάδες συμφερόντων, που αλλοιώνουν τον ορισμό του καλού και κακού υπέρ αυτών. Οπότε, επανερχόμαστε στο ζήτημα του επανακαθορισμού της ηθικής κατά τρόπο αντικειμενικό, που να μην μπορεί να τεθεί εύκολα υπό αμφισβήτηση , χωρίς, απ’ την άλλη, να χρειάζεται θεμελίωση σε θεϊκές εντολές.

Πάνω σε τι μπορεί να στηριχθεί, όμως, ένας αντικειμενικός επαναπροσδιορισμός της ηθικής; Ποια μπορεί να είναι η στέρεα βάση που θα μας δώσει μια βάσιμη επανεκτίμηση του τι είναι καλό και τι κακό;  Αν υπάρχει, αυτή η βάση, θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποια αναντίρρητη αρχή, που να έχει χαρακτήρα της καθολικότητας και να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Θα προσπαθήσουμε να την εντοπίσουμε, ξεκινώντας από μια ταυτολογία: καλό είναι αυτό που μας κάνει καλό. Εξ αυτής προκύπτει το προφανές ότι κακό είναι αυτό που δεν μας κάνει καλό.

Πώς κρίνουμε τι μας κάνει καλό ή κακό; Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι το δίπολο της ευφορίας και δυσφορίας, με το οποίο η ψυχή μας κρίνει τις καταστάσεις. Καλό είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε καλά (ευφορία). Κακό είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε κακά (δυσφορία).

Καθώς είναι αδύνατον να νιώθουμε καλά με αυτό που μας κάνει να νιώθουμε κακά, έχουμε ένα σαφή διαχωρισμό των καταστάσεων σε καλές και κακές. (Οι ενδιάμεσες καταστάσεις, όπου νιώθουμε αδιάφορα, δεν έχουν ηθικό ενδιαφέρον και δεν εμπίπτουν στο ερώτημά μας.)

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΝΑ-ΝΙΩΘΕΙΣ-ΚΑΛΑ


Εφόσον αυτό που θέλουμε όλοι σε αυτή τη ζωή είναι να νιώθουμε καλά -το αντίθετο θα ήταν παράλογο- αυτό μπορεί να το κάνει βάση μιας νέας ηθικής, καθώς η καθολική του ισχύς το καθιστά αδιαμφισβήτητη αξιολογική αρχή.

Η αρχή τού να-νιώθεις-καλά  ("the feeling-good principle", όπως θα λέγαμε στα αγγλικά) είναι πάρα πολύ απλή και ευκολοδιάκριτη. Αρκεί να είμαστε ειλικρινείς, βέβαια, με τον εαυτό μας, να αναγνωρίζουμε τα αισθήματά μας και να μην  ψυχαναγκαζόμαστε. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ξεκινώντας από κάτι τόσο απλό, σαν αρχή, προκύπτει στη συνέχεια το αίτημα της ειλικρίνειας. Ξεδιπλώνοντας περαιτέρω τις παραμέτρους αυτού του αιτήματος, μπορούμε να φτιάξουμε ένα ηθικό σύστημα, όπου αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε ειλικρινείς είναι κακό και αυτό που μας διευκολύνει καλό.

Ακούγεται περίεργο να ζητάς επαναθεμελίωση της ηθικής πάνω σε μια τέτοια αρχή, καθώς αυτή μοιάζει πολύ «εγωιστική». Αν μας επιτρέπεται να κάνουμε ό,τι μας αρέσει (προκειμένου να νιώσουμε καλά), τότε τι μας εμποδίζει να αρπάξουμε ή να βιάσουμε, για να πάρουμε κάτι που θέλουμε; Χωρίς εμπόδια και φραγμούς καταλύεται η έννοια του συστήματος και μια τέτοια ηθική βάση οδηγεί στο χάος. Είναι αλήθεια, όμως, αυτό; Μπορούμε να νιώσουμε ειλικρινά καλά, πατώντας επί πτωμάτων; Μας αρέσει πραγματικά κάτι τέτοιο;

Αν ναι, ας το κάνουμε. Βέβαια, δεν θα είναι τόσο εύκολο, γιατί σε κάποιους άλλους δεν θα αρέσει και δεν θα μας το επιτρέψουν. Οι άλλοι, βασιζόμενοι στη δική τους αρχή να-νιώθουν-καλά, δεν θα μας αφήσουν να τους υποτάξουμε. Θα δώσουν όλο τον εαυτό τους να υπερασπιστούν αυτή την αρχή, γιατί τους αφορά άμεσα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αδικία μπορεί να περιοριστεί, όταν τα άτομα, δρώντας επί προσωπικού, βάσει αυτής της αρχής, αντιδρούν έντονα στο κακό: αυτό που θα τους κάνει να νιώσουν άσχημα. Έτσι ορίζεται εκ των πραγμάτων μια διαχωριστική γραμμή όπου το να-νιώθεις-καλά δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος άλλου και αυτή η γραμμή άμυνας χαράσσεται από τα ίδια τα άτομα, χωρίς να την εκχωρούν σε άλλους.

Μήπως, όμως, η εγωιστική και κατά μόνας απόλαυση δεν είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε; Μήπως, κατά βάθος, δεν νιώθουμε καλά όταν είμαστε ξεκομμένοι από τους άλλους, ζώντας σε διαρκή σύγκρουση μαζί τους; Ας είμαστε ειλικρινείς και ας προσπαθήσουμε να δούμε τι θέλουμε πίσω από όλα αυτά κυνηγάμε, παρασυρόμενοι συχνά σε πολεμικές πρακτικές. Μπορεί έτσι να διακρίνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι ο πόλεμος αλλά η φιλία, γιατί αυτή μας κάνει να νιώθουμε πραγματικά καλά.

Η αρχή του να-νιώθεις-καλά δείχνει ασύμβατη με συγκρουσιακές πρακτικές, γιατί αυτές παράγουν άγχος και εμπεριέχουν κίνδυνο. Μπορεί να εξαναγκαζόμαστε σε αυτές, αλλά είναι δύσκολο να τις θέλουμε πραγματικά. Παρόλα αυτά, συμβαίνουν συνεχώς και αυτό δίνει την εντύπωση ότι τα άτομα τις επιδιώκουν. Το ερώτημα είναι αν προσβλέπουν σε αυτές για να νιώσουν καλά, επειδή τους εκπληρώνουν, προκαλώντας τους ψυχική ευφορία.
 --------------------------
Χωρίς να αποκλείσουμε την περίπτωση να αντλεί κάποιος ευχαρίστηση από το κακό και τη βία (να είναι χαιρέκακος ή πολεμοχαρής), δεν μπορούμε να κανοναρχούμε βάσει της διαστροφής του. Η ηθική σημαίνει ορισμό της κανονικότητας, χωρίς να αποκλείει την ύπαρξη εξαιρέσεων. Το θέμα είναι αν τις επιβραβεύει ή τις καταδικάζει. Η ηθική δεν ορίζει την πραγματικότητα, αλλά κανονίζει όρους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ορίζει το δέον και όχι το ον.
----------------------------

Η αρχή του να-νιώθεις-καλά, υπό κανονικές συνθήκες, αποκλείει την επιθετικότητα, καθώς αυτή παράγει χάσματα και προκαλεί δυσφορία. Οι συνθήκες, όμως, μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες και να πιέζουν τα άτομα σε μια εγωιστική πρακτική για να σωθούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο επιθετικής συμπεριφοράς. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών ώστε να διευκολύνουν τα άτομα να λειτουργούν απρόσκοπτα ως προς τη βασική τους αρχή να-νιώθουν-καλά.

Όπως βλέπουμε, η βασική αυτή αρχή μπορεί να φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι εύκολη στην πράξη. Χρειάζεται προσπάθεια, καθώς η πραγματικότητα πολλές φορές δυσκολεύει την πραγματοποίηση ενός τόσο απλού προτάγματος με την περιπλοκότητά της και τις δυσκολίες που προβάλλει. Είτε οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τη σπάνη φυσικών πόρων και υλικών αγαθών, είτε με ενδο-ανθρώπινες διαμάχες και ανταγωνισμούς, καλούμαστε -μέσω της αρχής- να τις λύσουμε με τρόπο που να κάνουμε τη ζωή μας όσο πιο εύκολη γίνεται και όσο πιο απλή μπορούμε.

Έτσι, η απλότητα αυτής της αρχής οδηγεί στην ανάγκη απλο-ποίησης (όχι απλούστευσης) της πραγματικότητάς μας και εξ αυτής προκύπτουν μια σειρά αλλαγές και ρυθμίσεις που θα κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη και την απόλαυση της ύπαρξής μας μεγαλύτερη.

Μπορεί κάποιες θρησκείες να τάζουν μετα-θάνατον απόλαυση (ή να απειλούν με μετα-θάνατον τιμωρία) για να επιβάλουν την ηθική τους, όμως οι υποσχέσεις τους και οι απειλές τους είναι αστήρικτες, καθώς αναφέρονται στο τότε που δεν θα είμαστε εδώ. Αυτό, όμως, είναι παντελώς αδιάφορο. Εμείς συζητάμε για το πώς ζούμε στο τώρα και στο εδώ μας.  Πέραν αυτού, καθώς δεν υπάρχει τίποτε εκτός της ύπαρξης, δεν έχει νόημα να προσπαθούμε για κάτι άλλο πέρα από το να υπάρχουμε πλήρως, ζώντας όσο καλύτερα μπορούμε και απολαμβάνοντας της ζωή μας ως το τέλος.

Είναι ενδιαφέρον που τόσες κοινωνικές θεωρίες αγνόησαν αυτήν την απλή και ξεκάθαρη αρχή σαν βάση των προτάσεών τους, προκρίνοντας οτιδήποτε άλλο, εκτός από το πιο βασικό: το να-νιώθεις-καλά. Φαίνεται πως παρασύρθηκαν από τις θρησκείες και δεν απέφυγαν την εξωτερικότητά τους, καταλήγοντας, έτσι, σε περίτεχνες κατασκευές θεωρητικών συστημάτων χωρίς εσωτερική θεμελίωση. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, υποτίμησαν και τη σημασία του ατόμου, αγνοώντας την κρισιμότητα που έχει ως βασικό στοιχείο οποιασδήποτε κοινωνικής συστοιχείωσης, καθώς αυτό το στοιχειώδες "εν" αποτελεί την αρχική μονάδα, χωρίς την οποία κανένα σύνολο δεν συναθροίζεται. Πίσω από την αγνόηση της κεντρικής σημασίας του ατόμου,  κρύβεται η άγνοια για αυτό και τα βαθύτερα κίνητρά του.

Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ


Το άτομο είμαστε εμείς. Εγώ, που αυτή τη στιγμή μιλάω για εμάς, είμαι ένα άτομο. Ξεκινάω από εμένα, εγώ είμαι η βάση των σκέψεών μου, αφού χωρίς εμένα που σκέφτομαι, δεν θα υπήρχαν αυτές οι σκέψεις. Το σύνολο δεν μπορεί να σκεφτεί, ούτε να δράσει, ούτε να νιώσει. Το «εμείς» είναι ανυπόστατο χωρίς εμένα και εσένα που το απαρτίζουμε.

Από την άλλη, το εγώ είναι συνδεδεμένο ζωτικά με το «εμείς», τόσο γιατί το «εμείς» των δύο γονέων του το έφερε στη ζωή (καθώς ενώθηκαν σε ένα «εμείς» για να το γεννήσουν), όσο και γιατί δεν θα μπορούσε να ζήσει για πολύ αποκομμένο από το περιβάλλον του (το φυσικό και το κοινωνικό) αφού και με αυτό ένα «εμείς» απαρτίζει. Πολύ περισσότερο, δε, είναι δύσκολο για ένα άτομο να-νιώσει-καλά ξεκομμένο και μόνο.

Είναι άλλο πράγμα η μοναδικότητα του ατόμου -το εγώ ως μονάδα- και άλλο η μοναχικότητά του -το εγώ μόνο. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά με τον ατομικισμό, που σωστά εντοπίζει το άτομο σαν βάση, αλλά κάνει το λάθος να το αποσυνδέει από το σύνολο.

Ο ατομικισμός μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην αρχή του να-νιώθεις-καλά, καθώς, αν αυτή ερμηνευτεί ατομικιστικά, μπορεί να επιτρέψει στο άτομο να κινηθεί εγωιστικά, εναντίον των άλλων. Η καχυποψία ότι το άτομο θα κινηθεί επιθετικά, αν αφεθεί ελεύθερο να δράσει όπως νιώθει αυτό καλά, υποβόσκει σε όλα τα κοινωνικά συστήματα, που υιοθέτησαν εξωτερικές αρχές, όπως οι θρησκείες, για να περιορίσουν τη δράση των ατόμων.

Προτού, όμως, προκαταβάλουμε το άτομο, θεωρώντας το εκ προοιμίου αντικοινωνικό, θα έπρεπε να του δώσουμε τη δυνατότητα να δράσει υπέρ εαυτού και μετά να κρίνουμε. Κάτι το οποίο δεν έχει γίνει ως τώρα.

Τα άτομα, μέχρι τώρα στην ιστορία, έχουν αναγκαστεί να δρουν εν ονόματι μιας σειράς εξωτερικών αρχών (θρησκευτικών, εθνικών, οικογενειακών, ιδεολογικών, κλπ.) ή να αντιδρούν σε εξωτερικούς περιορισμούς (με επαναστάσεις, ανταρσίες, κλπ.), αλλά όχι να δρουν θετικά, εν ονόματι του εαυτού τους, ως πρόσωπα.

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΛΟ-ΠΟΙΗΣΗΣ


Ο σύγχρονος ατομικισμός δεν είναι παρά μια αντίδραση στον χρόνιο εξαναγκασμό στην εξωτερικότητα που τον οδήγησαν οι θρησκείες και οι ιδεολογίες επικαλούμενες μια ανώτερη κοινωνία πιστών σε αυτές, στην οποία το άτομο ποτέ δεν αναγνώρισε πραγματικά τον εαυτό του.

Ο μόνος τρόπος να έχουμε μια κοινωνία που να τη σεβόμαστε, είναι αυτή να αποτελεί προϊόν της ελεύθερης επιλογής των ατόμων. Ακόμη και αν αυτά αποφασίσουν μια κοινωνία διαφορετική από αυτήν που οραματίζονται κάποιοι ιδεολόγοι, θα είναι αυτή που ανταποκρίνεται στην αλήθεια τους, όποια κι αν είναι.

Απ’ την άλλη, ο χρόνιος εξαναγκασμός των ατόμων στην εξωτερικότητα, μπορεί να έχει προκαλέσει ατομικές διαστροφές, που θέλουν προσοχή, αφού δεν αποκλείεται κάποιος να θεωρήσει ότι η "αρχή του να -νιώθει-καλά" τού επιτρέπει την κακοποίηση των άλλων. Σε αυτήν την περίπτωση, χρειάζεται μια σταδιακή απελευθέρωση του ατόμου, αφού η πλήρης και άμεση αποδέσμευσή του από τους υφιστάμενους κοινωνικούς κανόνες μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις.

Εδώ, επανέρχεται η ανάγκη της βαθμιαίας προσέγγισης, μέσω της μεγιστοποίησης, και όχι της αυτόματης μετάβασης σε ιδανικές καταστάσεις, που πολλές ιδεολογίες, θρησκείες ή αιρέσεις υπόσχονται.

Είναι ακριβώς η διαφορά ανάμεσα στην απλοποίηση, που είναι μια διαδικασία, και στην απλούστευση, που σημαίνει κατάργηση της διαδικασίας.

ΤΟ ΕΝΑ ΩΣ ΤΡΙΤΟ


Αν επιστρέψουμε στη βάση του ατόμου και το εξετάσουμε όσο γίνεται πιο απλά, στις βασικές συνιστώσες του, θα διαπιστώσουμε την ενοποιητική του φύση, καθώς η ίδια του η γέννηση είναι αποτέλεσμα συνένωσης (των γονέων του) και όχι διαχωρισμού. Το άτομο από μόνο του, χωριστά και διασπαστικά, δεν υφίσταται. Είναι προϊόν ένωσης και όχι διάσπασης.

Όσο το άτομο μεγαλώνει, μπορεί να διαφοροποιείται από τους γονείς του και το άμεσο περιβάλλον του, αλλά το κάνει για να συναντηθεί με τη σειρά του με ένα άλλο άτομο, ώστε από τη γόνιμη συνάντησή τους να γεννηθεί κάποιο νέο, τρίτο άτομο.

Η ίδια διαδικασία γέννησης του νέου ισχύει σε κάθε παραγωγική διαδικασία και όχι μόνο στη βιολογική. Όπως συμβαίνει με τη βιολογική παραγωγή, το ίδιο και σε κάθε άλλο δημιουργικό τομέα, το άτομο διαφοροποιείται από τον αρχικό ενωτικό του δεσμό σε αυτόν τον τομέα, για να ενωθεί στη συνέχεια με κάτι άλλο και να παράγει μια νέα μορφή, ένα καινούργιο έργο ή μια καινούργια γνώση.
-------------------
Ο μαθητής διαφοροποιείται από το δάσκαλο, ο  τεχνίτης από τη πεπατημένη τεχνική, ο καλλιτέχνης από κατεστημένες τεχνοτροπίες, ο επιστήμονας από παραδοσιακές θεωρίες, κλπ, για να παράξουν το καινούργιο, ενωνόμενοι με διαφορετικό τρόπο με το αντικείμενό τους. 
---------------------

Έτσι, τριαδικά βαίνει το γίγνεσθαι -τουλάχιστον στον δικό μας κόσμο, όπως τον καταλαβαίνουμε γύρω μας. Καθώς το καινούργιο άτομο που γεννιέται, είναι κάτι τρίτο σε σχέση με τους δύο που το γέννησαν (ενωνόμενοι σε ζεύγος), όταν απομακρύνεται από αυτούς, μεγαλώνοντας, για να γίνει ξεχωριστή μονάδα, αισθάνεται περιττό, ως 3, δηλαδή ως περιττός αριθμός.

Η περιττότητα του ατόμου (ως 3) το οδηγεί να ενωθεί με τη σειρά του με ένα άλλο άτομο, για να νιώσει άρτιο μέσα από τη σύνθεσή του με αυτό σε ένα νέο ζεύγος (ως 2). Από το διττό του νέου ζεύγους (το νέο 2) θα γεννηθεί μετά ένα καινούργιο τρίτο (το νέο 3) και ούτω καθ’ εξής το γίγνεσθαι βαίνει αθροίζοντας περιττούς αριθμούς στο άρτιο.


Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΟΣ


Κάθε τι τρίτο συνιστά από μόνο του ένα πλεόνασμα, αφού η ύπαρξή του δεν ισούται με το άθροισμα των δύο γεννητόρων του, οι οποίοι δεν παραχωρούν ολοκληρωτικά τη θέση τους σε αυτό, ούτε αυτοκαταργούνται με τη γέννησή του, αλλά η παρουσία του προστίθεται στον κόσμο.

Κάθε τι που υπάρχει, άλλωστε, στον κόσμο, καταφέρνοντας να είναι αυτό το ξεχωριστό «κάτι» και όχι το αδιάφορο τίποτε, αποτελεί ένα καθαρό υπαρξιακό πλεόνασμα απέναντι στο μηδέν της ανυπαρξίας,

Καθώς το σύμπαν αποτελεί το σύνολο του πλεονάσματος τού Είναι έναντι του Μη-Είναι, εμείς δεν είμαστε παρά μορφές αυτού του πλεονάσματος. Δεν είναι δικό μας και δεν μας ανήκει, για να το παρακρατήσουμε. Αφού δεν είναι δικό μας, αλλά ανήκει στο γενικό πλεόνασμα το κόσμου, καλούμαστε να το διαθέσουμε σε αυτό, σύμφωνα με τους κανόνες του γίγνεσθαί του, που μας γέννησαν.

Εφόσον το άτομο διαθέσει το πλεόνασμά του για να ενωθεί γόνιμα με ένα άλλο και γεννηθεί από την ένωσή τους κάτι τρίτο, συμμετέχει ακέραια στο γίγνεσθαι και ολοκληρώνεται εν Αυτώ.
---------------------------
Η ένωση και η γέννηση δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε βιολογικές ενώσεις και γέννες παιδιών. Μπορούν να αφορούν κι άλλα πεδία διάθεσης του πλεονάσματος, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, κλπ, όπου το άτομο ενώνεται με άλλους ανθρώπους και άλλα αντικείμενα, για να γεννηθούν νέες μορφές, καταστάσεις, ιδέες, κλπ.
----------------------------

Η διάθεση του πλεονάσματος σε γόνιμες συναντήσεις κινητοποιεί ευφορικά το άτομο στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής του. Η μη-διάθεση του πλεονάσματος, απ’ την άλλη, προκαλεί την α-διαθεσία της ψυχής (της ενωτικής και ζωτικής πνοής του Είναι), αφού το άτομο, περιττό και ξεκομμένο, δυσφορεί με την αποξένωσή του από το γίγνεσθαι.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ


Όσο κι αν το άτομο έχει την ανάγκη της ξεχωριστής, διακριτής παρουσίας του για να νιώσει ότι υπάρχει ως διακεκριμένη μονάδα, άλλο τόσο έχει την ανάγκη να ενωθεί. 

Η διαφοροποίηση των ατόμων συμβάλλει στην εξέλιξη των μορφών του γίγνεσθαι, καθώς το άτομο δεν επαναλαμβάνει τα πρότυπα των γονέων του (ή των δασκάλων του), αλλά διαμορφώνει τα δικά του. Έχοντας τις δικές του προτιμήσεις κινείται στη συνέχεια για να βρει το ταίρι του (ή κάτι άλλο, ανάλογό του). Εφόσον συνευρεθεί με αυτό το κάτι άλλο (άτομο, κατάσταση ή πεδίο), που είναι εξίσου διαφοροποιημένο, μπορεί να παραχθεί από την ένωσή τους μια εντελώς καινούργια μορφή (ατόμου, κατάστασης ή έργου).

Όσο κι αν το άτομο πρέπει να διαχωριστεί, για να εξελιχθεί (σύμφωνα με το γίγνεσθαί του), άλλο τόσο καλείται να ενωθεί στη συνέχεια (για τους ίδιους εξελικτικούς λόγους), και όχι να παραμείνει διαχωρισμένο. Αλλιώς μένει στείρο και τίποτε νέο δεν προκύπτει.  Απώτερος στόχος του ατόμου δεν είναι ο διαχωρισμός, αλλά η συνένωση.

Ο διαχωρισμός δεν παράγει κάτι. Μπορεί να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση της μονάδας ως ξεχωριστής οντότητας, αλλά αν δεν ακολουθήσει η συνένωσή της με μια άλλη μονάδα, δεν πρόκειται να παραχθεί τίποτε από αυτήν και, έτσι, θα εκπέσει σε στείρα μοναξιά.

Ο άνθρωπος, που έχει συνείδηση της θνητότητάς του, αντιλαμβάνεται την περατότητα (και περιττότητα) της ύπαρξής του, ως μονάδας πεπερασμένης, και αναζητεί την αθανασία του στην παραγωγή μορφών που προέρχονται από αυτόν και μπορούν να του δώσουν την αίσθηση της συνέχειάς του, ακόμη και μετά θάνατον.

ΜΟΡΦΟ-ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ


Οι μορφές που μπορεί να παραχθούν από τη διάθεση του πλεονάσματος του ατόμου σε γόνιμες συναντήσεις, μορφοποιούν έξω από αυτό (εξωτερικεύουν) εκείνο που φέρει μέσα του κι έτσι το άτομο αναγνωρίζει τη συνέχειά του σε κάτι άλλο από το ίδιο. Για να μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε κάτι άλλο από αυτό, πρέπει η μορφή που θα παραχθεί να είναι προϊόν της ειλικρινής σχέσης με το μέσα του, να εκφράζει κάτι από την εσωτερική του συνομιλία.

Οι παρεμβολές άλλων σκοπιμοτήτων ή εξωτερικών εντολών, που διαστρεβλώνουν την καθαρή έκφραση αυτού που έχουμε μέσα μας, προκαλούν την παραγωγή νόθων μορφών, που δεν μας αντιπροσωπεύουν καθαρά και αλλοιώνουν τη σχέση μας με τον κόσμο.

Εδώ επανέρχεται το ζήτημα της απλοποίησης, με την έννοια της αμεσότητας της έκφρασής μας, έτσι ώστε να έχουμε παραγωγή καθαρών μορφών, που να μας αντιπροσωπεύουν ακέραια και να μας συνέχουν ταυτο-ποιητικά με τον κόσμο.

Η καθαρότητα των παραγομένων μορφών είναι σημαντική στη μορφο-ποιητική αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όπου αυτός μετασχηματίζει αυτά που δέχεται από το περιβάλλον του σε εκείνα που είναι εντεταλμένος, μέσα από τις γενετικές του οδηγίες, να διαμορφώσει.

Εφόσον η αλληλουχία του ανθρώπου με το περιβάλλον του διεκπεραιώνεται απρόσκοπτα (χωρίς την παρεμβολή εξωτερικών εντολών και αλλότριων σκοπιμοτήτων), τότε ο άνθρωπος διεκπεραιώνει ακέραια το ρόλο του στο γίγνεσθαι και επιστρέφει στη φύση ό,τι πήρε από αυτή. Βέβαια ο άνθρωπος δεν επιστρέφει ακριβώς το ίδιο που πήρε από τη φύση, αλλά μετασχηματισμένο. 

Ο μετασχηματισμός είναι βασική ιδιότητα του ανθρώπινου γίγνεσθαι και εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα τους μορφο-ποιητικούς κανόνες του, τότε εκπληρώνει τους όρους της ύπαρξής του μες στη φύση.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ


Με την επιστροφή του ανθρώπινου πλεονάσματος στη φύση, μετασχηματισμένου -μέσω της μορφοποιητικής διάθεσής του-, ο άνθρωπος δεν αισθάνεται περιττός, ούτε χωρισμένος από τη φύση. Νιώθει καλά, καθώς εντάσσεται πλήρως στην κυκλο-φορία του γενικότερου πλεονάσματος της φύσης, το οποίο κινείται με μια θαυμαστή «κυκλικότητα» στο γήινο οικοσύστημα.

Η πλήρης συμμετοχή μας στη γενικότερη κυκλο-φορία του φυσικού πλεονάσματος, μάς θέτει στην τροχιά του κύκλου και της ολοκλήρωσης: μας εφάπτει με το όλον, (που ο κύκλος σαν σχήμα συμβολίζει).

Το όραμα της επιστροφής στην κυκλικότητα της φύσης και της ολοκλήρωσής μας εντός αυτής δεν είναι, βέβαια, καινούργιο στον άνθρωπο και το έχει αφηγηθεί με διάφορους τρόπους.

Είναι δύσκολο να αποδοθεί αυτό το όραμα πειστικά, στις μέρες μας, με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει τη σύγχρονη εμπειρία και να αποδίδει την ανθρώπινη δυναμική. Θα πρέπει, επίσης, να λάβει υπόψη τη ταυτόχρονη τάση του ανθρώπου να εξελιχθεί διαφοροποιούμενος από το περιβάλλον του και συνάμα να παραμείνει ενταγμένος σε αυτό.

Κάποιοι «αφηγητές» προκρίνουν τη μια πλευρά και κάποιοι την άλλη, απλουστεύοντας τη συνθετότητα του ανθρώπου. Αποτυγχάνουν, κατά συνέπεια, να αποδώσουν το μέτρο της δυναμικής ισορροπίας που καλείται να ακολουθήσει ο άνθρωπος για την εξέλιξή του εν τω γίγνεσθαι.

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ


Το μέτρο της δυναμικής ισορροπίας την οποία επιτάσσει το γίγνεσθαι του ανθρώπου, με το να τον ωθεί στη διαφοροποίηση και να τον οδηγεί κατόπιν στην επανένωσή του,  δεν επιτρέπει απλουστεύσεις, ούτε κοινοτικού τύπου ούτε ατομικιστικού.

Στα κοινοτικού τύπου αφηγήματα (σοσιαλιστικά και άλλα «χριστιανικά») προκρίνεται το ενωτικό στοιχείο.

Στα ατομικιστικού τύπου αφηγήματα (καπιταλιστικά και άλλα «δαρβινιστικά»)  προκρίνεται το διαφοροποιητικό.
-------------------------------------------
Το σοσιαλιστικό όραμα του κόσμου είναι εξέλιξη της χριστιανικής ομαδοποίησης, όπου όλοι μαζί ενωμένοι και αγαπημένοι, σε μια κοινότητα ίσων ατόμων, με την ίδια πίστη, χωρίς ατομικές διαφοροποιήσεις, θα έχουμε έναν παραδείσιο κόσμο.
Ο καπιταλισμός, από την άλλη, βασίζεται στη «δαρβινιστική» δικαιολόγηση της ανταγωνιστικότητας, ως εξελικτικής αναγκαιότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος άνισος και ανισόρροπος, καθώς τα άτομα ωθούνται στη διαφοροποίηση και επιμένουν σε αυτήν, για να ξε-χωρίσουν από το σύνολο. Επιδεικνύουν τη διαφορά τους με ό,τι πιο εμφανές, όπως τον υλικό πλούτο, που ανταγωνίζονται να τον αποκτήσουν, εξαντλώντας έτσι τα φυσικά αποθέματα.
--------------------------------------------

Η εξελικτική δυναμική μπορεί να εμπεριέχει έντονες διαφοροποιήσεις, ακόμη και συγκρούσεις, οι οποίες όμως ισορροπούν από την ανάγκη μας να ολοκληρωθούμε, εντασσόμενοι πλήρως στην κυκλο-φορία της φύσης κι επιστρέφοντας σε αυτήν μετασχηματισμένο ό,τι έχουμε εισπράξει από αυτήν.  
Η δυναμική της επιστροφής (και της επανένωσης) συγκρατεί την ανάγκη διαφοροποίησης (και του διαχωρισμού), κρατώντας τις αντιθέσεις σε λογικά πλαίσια: σε πλαίσια που μπορεί να λειτουργήσει η λογική του ανθρώπου και να λύσει τις αντιθέσεις, χωρίς βία.

Η ΒΙΑΣΥΝΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ. Ο ρυθμός και το μέτρο.


Η βία, από ένα σημείο και μετά, αποδείχτηκε ασύμφορη για τον άνθρωπο, που έχει αντιληφθεί σε μεγάλο βαθμό (ειδικά μετά τους πολέμους του 20ου αιώνα), τη ματαιότητα  και το ασύμφορο του όποιου κέρδους σε σχέση με το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, καταστροφή και πόνο.

Μόνον όσοι δεν έχουν διδαχθεί από την ιστορία επιμένουν στη χρήση της βίας, όπως, επίσης, και όσοι δεν έχουν κανένα χρονικό ορίζοντα στη σκέψη τους και καμία προοπτική στις πράξεις τους.

Η βασική αιτία της βίας είναι η εκτός χρόνου ετσιθελική απαίτηση των βια-στών να αποσπάσουν επιτόπου τη συγκατάθεση του άλλου στη δική τους εγωιστική «ολοκλήρωση», με την αναγκαστική συμμετοχή του σε αυτήν.

Η βια-σύνη τους να ολοκληρωθούν τούς κάνει ολοκληρωτικούς, καθώς η κατάργηση του χρόνου, οδηγεί στην κατάργηση του άλλου, στον οποίο επιτίθενται για να του αποσπάσουν ό,τι τους λείπει, αντί να προσπαθήσουν για αυτό και, πιθανόν, να έχουν τη συγκατάθεσή του.

Εδώ η βία και η βια-σύνη συνωνυμούν και συνεργούν στην κατάλυση του μέτρου του χρόνου και της δυναμικής ισορροπίας του ανθρώπινου γίγνεσθαι, παραβιάζοντας τους ρυθμούς του συμπαντικού γίγνεσθαι.

Ο ρυθμός και το μέτρο που επιβάλλουν οι κανόνες του γίγνεσθαι δεν βρίσκονται στη διακριτική ευχέρεια του ανθρώπου να τους κάνει ό,τι θέλει. Η παραβίασή τους έχει επιπτώσεις, που κάθε λογικός άνθρωπος δεν αργεί να αντιληφθεί. Μπορεί το ανθρώπινο ον να έχει προικισθεί με εξαιρετικές ικανότητες και ελευθερία επιλογών, που του δίνουν δύναμη και δυνατότητα παράβασης των κανόνων, όμως, διαθέτει ταυτόχρονα νου και λογικό, που του υποδεικνύουν το μέτρο των πράξεών του.


Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


Η σύνθεση της βούλησης και της λογικής από τη ψυχή (ως πνεύμα ενότητας, που  συντονίζει τα επιμέρους συστατικά του ανθρώπου στον παλμό της ζωής, δίνοντάς του ρυθμό με τον τόνο της), είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο στην τροχιά της ολοκλήρωσής του, αποτρέποντάς τον από ό,τι τον εκτροχιάζει.
------------------
Γι’ αυτό είναι σημαντική η αρχή του να-νιώθεις-καλά, γιατί έτσι δίνεις πρώτο λόγο στη ψυχή.
------------------

Αρκεί η ψυχή να εισακούεται, η βούληση να είναι ελεύθερη και η λογική να λειτουργεί απερίσπαστα, για να βρίσκονται εκείνες οι δημιουργικές συνθέσεις ανάμεσά τους που θα μας κάνουν να νιώθουμε καλά, χωρίς να κάνουμε κακό.