Wednesday, January 31, 2018

ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝ-ΠΛΗΡΩΣΗΣ


ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝ-ΠΛΗΡΩΣΗΣ


Δύο συμπληρωματικά κείμενα:

1. ΟΣΟ ΠΙΟ ΑΠΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

2. ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΑΦΑΤΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ, προς συν-πλήρωση


Ξεκινώντας από τον κινηματογράφο και τα σενάρια που ήθελα να γράψω, μου τέθηκε από νωρίς το ερώτημα του κινήτρου των κινηματογραφικών χαρακτήρων. Τι είναι αυτό που τους κινεί και σε τι αποσκοπούν;  Αυτό με οδήγησε σε γενικότερες σκέψεις, που αφορούσαν τους ανθρώπους συνολικά. Διαπίστωσα ότι όλοι κινούνται προς την ολοκλήρωσή τους (την πληρότητα), με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο καθένας. Ανεξάρτητα από το τι καταφέρνουν τελικά στη ζωή τους, αυτό που θέλουν είναι να νιώθουν πλήρεις. Η εκ- πλήρωσή τους είναι το βασικό τους κίνητρο.

Το αίτημα της πληρότητας έγινε αντικείμενο των θεωρητικών μου σκέψεων και με οδήγησε σε μια σειρά από διαπιστώσεις και κάποιες διατυπώσεις, σκόρπιες στα διάφορα γραπτά μου. Όταν αποφάσισα να τις συστηματοποιήσω, άρχισε να διαφαίνεται μια γενική θεωρία που τις ένωνε σε μια ενιαία αντίληψη του κόσμου. Αποπειράθηκα να την παρουσιάσω σε δύο «εργασίες» που έγραψα με διαφορά ετών («Εισαγωγή σε βασικές έννοιες για την ερμηνεία της πραγματικότητας» 1993 και «Υποθέσεις γενικής θεωρίας» 2005). Επειδή αυτές δεν προέκυψαν από ακαδημαϊκές σπουδές αλλά γεννήθηκαν αυθόρμητα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλοϊκές και πιθανόν να ήταν.

Μήπως, όμως, η απλότητα θα μπορούσε να είναι κάτι θεμιτό για μια συνολική θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων; Αυτό αποπειράθηκα γράφοντας το «Όσο πιο απλά γίνεται» (2011), που παρουσιάζεται πρώτο εδώ. Στη συνέχεια ακολουθεί το «Απώτατο συμπέρασμα – Διάνοιξη στο άφατο» (2017), το συμπληρωματικό κείμενο που θεώρησα απαραίτητο για μια γενική θεωρία, καθώς τη διανοίγει στη σιωπή, αφού, στο τέλος, ότι και να πούμε μπορεί να μην έχει νόημα, καθώς αγνοούμε το ύστατο νόημα της ύπαρξης. Απλά υπάρχουμε, κινούμενοι προς την εκπλήρωσή μας, αγνοώντας σε τι μπορεί αυτή να αποσκοπεί. Αυτό δεν κάνει τη ζωή μας λιγότερο ενδιαφέρουσα. Δίνουμε ιδιαίτερο νόημα και μεγάλη σημασία σε ό,τι μπορεί να μας υπόσχεται κάποιου είδους εκπλήρωση, αν και αγνοούμε το οριστικό νόημά της. Πρόκειται για δύο καταστάσεις της ύπαρξης - την τρέχουσα και την οριστική - που συνυπάρχουν.

Υπάρχουμε ταυτόχρονα τόσο στο τρέχοντα χρόνο του δικού μας γίγνεσθαι, όσο και στο διηνεκή χρόνο του συμπαντικού γίγνεσθαι, από το οποίο, άλλωστε, έχουμε προέλθει. Η εννόηση της μιας κατάστασης θα πρέπει να συμπληρωθεί από την άλλη, για να δώσει μια πληρέστερη εικόνα της γενικότερης συνθήκης μας.

Αυτό αναδεικνύει τη συμπληρωματικότητα σε κομβική έννοια καθώς καμία κατάσταση της ύπαρξης (και η συναφή της θεωρία) δεν μπορεί να αποδώσει, από μόνη της, την πληρότητα που αναζητούμε σαν υπάρξεις. 

Το ζητούμενο της πληρότητας συνεπάγεται τη συμπληρωματικότητα κάθε ενέργειάς μας (πρακτικής και θεωρητικής), την ένωση με αυτό που μας λείπει κάθε φορά, για να προχωράμε ολοκληρωμένοι. Τίποτα από μόνο του δεν είναι επαρκές και καμία θεωρία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να συμπληρώνεται από κάποια άλλη.

Όταν έβαλα μαζί τα δύο κείμενα που παρατίθενται, κατάλαβα ότι μόνο ως συμπληρωματικά λένε κάτι πλήρες στο επίπεδο εννόησης που κινούνται. Από μόνα τους είναι ελλιπή, όπως κάθε τι από μόνο του. Άρα και αυτό το ενιαίο σύγγραμμα, που τα παραθέτει σε ένα σώμα, είναι ελλιπές. Θα πρέπει να συμπληρωθεί με κάτι άλλο (με την ανάγνωσή του  ή με την περαιτέρω συγγραφή του, με την αποδοχή του ή την υποδοχή του, με την επεξεργασία του ή με την εφαρμογή του).
Το ίδιο ελλιπή μοιάζουν όλα τα έργα μας, αναδεικνύοντας τη συν-πλήρωσή τους το μέγα Έργο στο οποίο  καλούνται να συμμετάσχουν.

Μια θεωρία της συν-πλήρωσης θα συντελούσε στην πληρέστερη συμμετοχή μας στο έργο του γίγνεσθαι και στη μεγιστοποίηση της πληρότητας που νιώθουμε εξ αυτού.  Ελπίζω το ελλιπές σύγγραμμα που ακολουθεί να μπορέσει να συμβάλει σε αυτή, εφόσον συμπληρωθεί κατάλληλα. 

ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ. (Θεός ή Αυτό;)


Είμαστε γεννήματα αυτού του κόσμου. Εμφανιστήκαμε κάποια στιγμή σαν μορφή ζωής ενός πλανήτη κάποιου ήλιου ενός από τους γαλαξίες του. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει άλλο σύμπαν από αυτό που ζούμε, ούτε τι υπήρχε πριν από αυτό - αν υπήρχε κάτι - ούτε τι θα έρθει μετά. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε εδώ (όσο βρισκόμαστε), κάτοικοι της Γης, που είναι κι αυτή γέννημα του κόσμου.

Από τη θέση μας μέσα στο σύμπαν, σαν ένα μέρος αυτού, οργανικά δεμένο μαζί του, είναι αδύνατον να το αντιληφθούμε στην ολότητά του, να αποσπαστούμε από αυτό με κάποιο τρόπο και να το δούμε από έξω, για να καταλάβουμε τι είναι στο σύνολο. Μπορούμε να καταλάβουμε από μέσα πολλά, αλλά η ολότητά του (όπως, επίσης, η αρχή και το τέλος του) πάντα θα μας διαφεύγει, διότι μας εμπεριέχει.

Η απόπειρες των διαφόρων θρησκειών να πουν την ιστορία του κόσμου σαν ένα παραμύθι - με αρχή, μέση και τέλος - είναι προϊόν της φαντασίας της πρώιμης ("παιδικής") ηλικίας του ανθρώπου, όπου με μυθολογικές κατασκευές προσπάθησε να βάλει μια πρόχειρη τάξη στο χάος του ανεξήγητου κόσμου που τον περιέβαλλε. Όσο όμως μεγάλωνε και μάθαινε τον κόσμο γύρω του, τόσο αυτές οι κατασκευές αποδεικνυόταν αυθαίρετες, έτσι που σήμερα καμία θρησκεία να μην πείθει πραγματικά το μέσο άνθρωπο σαν ερμηνευτικό σύστημα του κόσμου.

Αδυνατώντας εκ των πραγμάτων να θεαθούμε το όλον του κόσμου, βρισκόμαστε σε αντικειμενική αδυναμία να ορίσουμε απαράβατες αρχές και αιώνιες αλήθειες. Αρχές που βασισμένες στη γνώση του Όλου και σφραγισμένες με τη βούλα του απόλυτου να μπορούν να θεμελιώσουν αλάθητες επιστήμες - τόσο φυσικές, όσο και κοινωνικές - που θα έδιναν τη βάση να νομοθετήσουμε με αλάθητο τρόπο και τα ανθρώπινα πράγματα.

Από την άλλη, η παραίτηση από το αίτημα του απόλυτου και της επικύρωσης της γνώμης μας από την αλήθεια, εισάγει το σχετικισμό στις ανθρώπινες κρίσεις και προβάλλει τον υποκειμενισμό των απόψεών τους, γεγονός που επαναφέρει την αυθαιρεσία στα ανθρώπινα πράγματα από την πίσω πόρτα, (αφού εκδιώχθηκε, από τη μπροστινή, με την αποπομπή των θρησκειών).

Η αυθαιρεσία του υποκειμενισμού οδηγεί, από τη μια, στην επιβολή της γνώμης του πιο ισχυρού πάνω στον πιο αδύνατο - καθώς δεν αναγνωρίζεται κάποιο αντικειμενικό κριτήριο έξω από αυτούς τους δύο, ικανό να εκδικάσει τις όποιες διαφορές τους - και, απ’ την άλλη, αποσυνδέει τον άνθρωπο από το όλον στο οποίο ανήκει, με το να του αναγνωρίζει το δικαίωμα να αυθαδιάζει έναντι των πάντων.

Εν ονόματι του υποκειμενισμού, ο άνθρωπος είναι ικανός να παραγνωρίσει τους απαράβατους νόμους του κόσμου στον οποίο ανήκει και να παραβιάσει τους κανόνες της φύσης που τον κρατάει στη ζωή -κάτι  το οποίο μπορεί να τον φέρει αρχικά σε θέση ισχύος, αλλά όχι για πολύ. Η παραβατικότητα δεν επιτρέπεται σε ένα σύμπαν που έχει κανόνες, τους οποίους μπορεί να μην ξέρουμε πολύ καλά, αλλά οφείλουμε να τους αναγνωρίζουμε, εφόσον είμαστε μέρος της ολότητας του κόσμου και εξαρτόμαστε από αυτήν.

Η αντικειμενική αδυναμία μας να ορίσουμε το απόλυτο - λόγω της θέσης μας εντός του κόσμου, κι όχι εκτός αυτού - δεν σημαίνει ότι το απόλυτο δεν υπάρχει. Υπάρχει όπως υπάρχει και το Όλον που μας εμπεριέχει ως Αυτό που είναι τα πάντα, ενώ, εμείς είμαστε «κάτι» μέσα σε Αυτό.
------------------------------------------
Θα μπορούσαμε εδώ να χρησιμοποιήσουμε ένα διαδεδομένο όρο για Αυτό, τον όρο «Θεός», για να γίνουμε κατανοητοί, όμως, εφόσον θέλουμε να αναφερθούμε στο Όλον με το σύνολο των ιδιοτήτων του και όχι με κάποιες από αυτές, χρειαζόμαστε μια λέξη όσο γίνεται πιο γενική και ουδέτερη, όπως είναι η λέξη "Αυτό".

Η λέξη «Θεός» δεν είναι αρκούντως κατάλληλη, καθώς είναι χαρακτηρισμένη από  τις ειδικές επισημάνσεις των διαφόρων θρησκειών και είναι, επιπλέον, αρσενικού γένους - τουλάχιστον στα ελληνικά - άρα, όχι ουδέτερη.

Για τον ίδιο λόγο, η λέξη Αυτό είναι προτιμότερη από πολλές άλλες γενικές λέξεις, ακόμη και από τη λέξη «Όλον», η οποία παραπέμπει στην ιδιότητα της ολότητας, αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ιδιότητα Αυτού (το οποίο περιλαμβάνει όλες τις ιδιότητες μαζί και βρίσκεται πέραν όλων των λέξεων που ονομάζουν οτιδήποτε). Κανονικά δεν υπάρχει λέξη να το ονομάσει. Μπορούμε μόνο να αναφερθούμε υπαινικτικά σε "αυτό", με τη λέξη Αυτό, ελλείψει καταλληλότερης.
-----------------------------------------------

Μπορεί να είναι αδύνατον εκ των πραγμάτων να προσδιορίσουμε τι είναι Αυτό, αλλά ξέρουμε ότι είμαστε μέρος του Όλου του και όχι Αυτό μέρος δικό μας. Η ζωή και η ευημερία μας εξαρτάται από Αυτό και όχι Αυτό από εμάς. Άρα, δεν μπορούμε να βάλουμε το εγώ μας πάνω από Αυτό, ούτε τη γνώμη μας κόντρα στους κανόνες του γίγνεσθαί του, χωρίς να τιμωρηθούμε για την ύβρη μας και να υποστούμε τις συνέπειες της σύγκρουσής μας με τον ίδιο τον ζωοδότη μας κόσμο.

Το σύστημα των κανόνων που διέπουν το συμπαντικό γίγνεσθαι και ρυθμίζουν τα της ζωής μας, απαρτίζει το απόλυτο της γνώσης, στο οποίο πρέπει να τείνει η γνώμη μας για να είναι σωστή, ή, καλύτερα, για να γίνεται ολοένα πιο σωστή, αφού το απόλυτα σωστό και εντελώς αληθές είναι αδύνατον για εμάς τους ανθρώπους, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως είπαμε, ότι πρέπει να παραιτούμαστε από το αίτημά του.

Άλλο, όμως, το αίτημα και άλλο η κατοχή.

Ανάμεσα στο τίποτε και στα πάντα υπάρχει το ολοένα πιο πολύ. Ανάμεσα στην κατηγορηματική πρόταση «ξέρω τι είναι τι» και στην αποφατική «δεν ξέρω τίποτε», υπάρχει το «μαθαίνω». 

Αυτό δίνει κατεύθυνση στην ανθρώπινη εννόηση του κόσμου: 
την κατεύθυνση της μεγιστοποίησής της, μέσω της βαθμιαίας προσέγγισης της αλήθειας.

Το αίτημα της αλήθειας -και του απόλυτου- μας φέρνει όλο και πιο κοντά σε Αυτό, μας βγάζει από το εγώ μας και μας συνδέει με τον κόσμο. Από την άλλη, τόσο η ψευδαίσθηση της ολικής κατοχής της αλήθειας (που υπόσχονται οι θρησκείες), όσο και η  παραίτηση από το αίτημα της αλήθειας (που επιφέρει ο σχετικισμός), μας αποσυνδέουν από τον κόσμο, οδηγώντας μας στα επικίνδυνα μονοπάτια, είτε του φονταμενταλισμού (θρησκείες) είτε του ανεξέλεγκτου ατομισμού (σχετικισμός).


Η ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΕΝΝΟΗΣΗ


Ανάμεσα στη θρησκευτική υποταγή και στην ατομικιστική αυθάδεια, βρίσκεται η μέση οδός της βαθμιαίας εννόησης των κανόνων του γίγνεσθαι και της συμμόρφωσής μας με αυτούς, την οποία πρέπει* να ακολουθούμε για να ευημερούμε κατά το μέγιστο δυνατόν.

----------------------------------
*Το «πρέπει», εδώ, δηλώνει την αναγκαστική μας σχέση με τον κόσμο, αφού είμαστε συνδεδεμένοι αναγκαστικά μαζί του και η ευημερία μας εξαρτάται από τη σωστή μας σχέση μαζί του.
----------------------------------

Καθώς η σωστή σχέση μας με τον κόσμο δεν είναι δεδομένη αλλά ζητούμενη, καλούμαστε να μελετήσουμε τον τρόπο της συστοιχείωσής του, τόσο έξω από εμάς (φυσικές επιστήμες), όσο και ανάμεσά μας (επιστήμες του ανθρώπου), για να βρούμε εκείνα τα εργαλεία και να κάνουμε εκείνα τα έργα, που θα προάγουν την ευημερία μας, σύμφωνα, πάντα, με τους κανόνες του γίγνεσθαι.

Οι φυσικές επιστήμες έλυσαν το πρόβλημα της αλήθειας των θεωριών τους με τη μέθοδο της επαλήθευσής τους στις περιοχές που αυτές διερευνούσαν. Έτσι, προχώρησαν σταδιακά στην εξερεύνηση του κόσμου, ενώ, η βαθμιαία προσέγγισή τους στην αλήθεια συντέλεσε στη μεγιστοποίηση της επιστημονικής γνώσης.

Την ίδια στιγμή, οι θεωρίες για τα ανθρώπινα δυσκολεύτηκαν, διότι είχαν να αντιμετωπίσουν τις αντιστάσεις κοινωνικών συστημάτων και ταξικών συμφερόντων πολύ πιο ισχυρών και επώδυνων από τις αντιστάσεις της υλικής πραγματικότητας.

Ακόμη και σήμερα, που οι εξερεύνηση της ύλης έχει προχωρήσει τόσο πολύ, οι θεωρίες για τα ανθρώπινα παραμένουν στάσιμες, ανήμπορες να μεθοδεύσουν την προσέγγισή μας στην αλήθεια, με συνέπεια να βρίθουν από αυθαιρεσίες (είτε θρησκευτικού τύπου, είτε σχετικιστικού). Βασικός λόγος αυτής της δυσκολίας είναι ότι στις ανθρώπινες αποφάνσεις κριτής είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Στα θέματα που αφορούν εμάς τους ίδιους, δεν υπάρχει η μαρτυρία της έξωθεν πραγματικότητας, με την οποία συγκρίνει τις αποφάνσεις της η φυσική επιστήμη, κρίνοντας αν αυτές αληθεύουν ή όχι. Ούτε, βέβαια, υπάρχουν έξω από εμάς γραμμένες κάποιες θείες εντολές - τις οποίες θα μας μεταφέρουν οι εκλεκτοί του Θεού - για να ρυθμίσουμε σύμφωνα με αυτές τη συμπεριφορά μας.

ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ


Αυτό που μας αφορά δεν υπάρχει γραμμένο κάπου έξω από εμάς, αλλά βρίσκεται μέσα μας. Τούτο δεν σημαίνει ότι είμαστε έρμαια κάποιου υποκειμενισμού, ξεκομμένοι από το σύστημα των κανόνων του σύμπαντος κόσμου. Απλά, όντας μέρος Αυτού ενσωματώνουμε από το όλον του τις ειδικές εντολές που μας ρυθμίζουν, μέσα από τις γενετικές μας οδηγίες. Άρα, η αλήθεια μας βρίσκεται μέσα μας και δεν έχουμε άλλο τρόπο να την προσεγγίσουμε από το να την αφουγκραστούμε και να την εκφράσουμε όσο γίνεται πιο ειλικρινά.

Ο ειλικρινής μας εσωτερικός διάλογος με τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τα αισθήματά μας, ήτοι, με το τρισυπόστατο* της ύπαρξής μας, είναι το πρώτο βήμα προσέγγισης της αλήθειας μας.
-------------------------------------
*Το τρισυπόστατο της ύπαρξής μας όπως συναρτάται από τη βούληση (πηγή των επιθυμιών), το νου (των σκέψεων) και τη ψυχή (των αισθημάτων).
-------------------------------------

Το δεύτερο είναι η εξωτερίκευση των συμπερασμάτων αυτού του διαλόγου και η συ-ζήτησή τους με τους άλλους, για να δια-πιστώσουμε την ισχύ τους και να τα δοκιμάσουμε στην πράξη. 

Όταν ξεκινάμε ανάποδα, από τις οδηγίες που μας έρχονται από έξω - από τις εντολές που μας δίνουν άλλοι, από τα δικά τους θέλω, τις δικές τους γνώμες, κλπ. - αποκοβόμαστε από τη μόνη δυνατότητά μας να αρθρώσουμε την αλήθεια που μας αφορά (αφού την «πάσα αλήθεια» είναι αδύνατον να την κατέχουμε, όσο κι αν δεν πρέπει να σταματήσουμε να την αναζητούμε).

Η εσώτερη προέλευση των αποφάνσεων και εκφράσεών μας, όταν αυτές πηγάζουν από τον εσωτερικό μας διάλογο, είναι κριτήριο της αλήθειας τους, αφού δίνει τα εχέγγυα ότι ξεκινούν από εμάς τους ίδιους, είναι ειλικρινείς και έχουν το χαρακτήρα της αυθεντικότητας. Γι’ αυτό, μπορούμε να τις εμπιστευόμαστε και να τις εξωτερικεύουμε, όποιες κι αν είναι αυτές, αρκεί να είναι προϊόντα του ελεύθερου διαλόγου με τον εαυτό μας.

Η «αυτολογοκρισία» μας από εξωτερικούς ελέγχους, που τους έχουμε ενσωματώσει κι έχουν διαμορφώσει μέσα μας μια σειρά από φραγμούς, εμποδίζοντας να συνομιλήσουμε ελεύθερα με τον εαυτό μας, πλήττει το μόνο μέσο που έχουμε για να προσεγγίσουμε την αλήθεια μας: την ειλικρίνεια.


ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ. ΒΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ.


Δεδομένου ότι οι εξωτερικοί έλεγχοι είναι δεδομένοι και ένα μέρος τους περνάει μέσα μας από μικρά παιδιά, η ειλικρίνεια δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι' αυτό λέμε «να είμαστε όσο γίνεται πιο ειλικρινείς», εννοώντας ότι απαιτείται διαρκής προσπάθεια για αυτό, που είναι πρωταρχικό αίτημα της ζωής μας, αν θέλουμε να τη ζήσουμε ως οι εαυτοί μας.

Το να είσαι ειλικρινής στην κοινωνία εμπεριέχει κάποιο κόστος, αφού η ειλικρίνεια μπορεί να σε διαφοροποιήσει από το κοινωνικά αποδεκτό και να σε οδηγήσει σε πιθανή σύγκρουση με διάφορα κατά συνθήκη ψεύδη. Όμως, μόνο αναλαμβάνοντας το κόστος της ειλικρίνειας, μπορείς να είσαι αληθινός και ό,τι έχεις ζήσει να είναι ουσιαστικά βιωμένο. 

Ο βιωματικός πλούτος, αυτός που γεμίζει την ύπαρξή σου με το "είναι" της,  αποτελεί το μέγιστο κέρδος της ειλικρίνειας σου, όσο κι αν αυτή μπορεί να σου κοστίσει. Στην περίπτωση που φοβάσαι να αναλάβεις το κόστος της αλήθειας σου και γίνεσαι εξωτερικός και ψεύτικος - προσποιούμενος "αλήθειες" που δεν είναι δικές σου και ενδίδοντας στην εξωτερικότητα* κοινωνικών επιταγών που δεν σε εκφράζουν- μπορεί να έχεις υλικές απολαβές, αφού γίνεσαι εύκολα αποδεκτός και ανταμείβεσαι από την όποια καθεστηκυία τάξη, αλλά το τίμημα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.

---------------------------------
*"Εξωτερικότητα" σημαίνει να επιτρέπεις έξωθεν εντολές να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην έκφρασή σου, έτσι που να αναπαράγεις πρότυπα που δεν είναι δικά σου. Η εξωτερικότητα διαφέρει ριζικά από την "εξωτερίκευση", όπου εκφράζεις το μέσα σου προς τα έξω.
----------------------------------

Η απομάκρυνσή μας από αυτό που φέρουμε μέσα μας - αυτό που μας φέρει στον κόσμο, σύμφωνα με τις γενετικές οδηγίες μας - προκαλεί ένα χάσμα ανάμεσα σε εμάς και το "είναι" μας, δημιουργώντας ένα τέτοιο κενό ζωής* που οι υλικές απολαβές δεν μπορούν να γεμίσουν.

--------------------------------------------
*"Κενό ζωής" με την έννοια του αβίωτου χρόνου - τις μέρες, τα χρόνια και τις εποχές που αναλώθηκαν στο ψέμα και στο τίποτε.
---------------------------------------------


Ο χρόνος της ζωής μας που δεν βιώθηκε αυθεντικά, αλλά αλλοτριώθηκε στην εξωτερικότητα, ξεπουλημένος σε άλλους, δεν επιστρέφει. Τα χρόνια που δεν ζήσαμε, δεν ξαναγυρίζουν.

Η ανάγκη της ειλικρίνειας δεν είναι μια έξωθεν ηθική επιταγή, αλλά αίτημα της ίδιας της ζωής μας και πόθο δικό μας. Είναι σύμφυτη με εμάς, αφού δεν μπορεί να μη θέλουμε να είμαστε αληθινοί, δηλαδή να υπάρχουμε εντελώς, με την έννοια της πλήρους παρουσίας μας σε αυτόν τον κόσμο, όπου αυτό που έχουμε μέσα μας εκφράζεται και συνομιλείται, αντί να μένει αβίωτο και σκοτεινό, «μαυρίζοντας» τη ψυχή μας.

ΟΙ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Η ψυχή, είναι η πεμπτουσία της ενότητας που μας κρατάει στη ζωή, συνθέτοντας τα συστατικά μας μέρη μας σε μια ζωντανή μονάδα. Όταν πεθαίνουμε, η ψυχή «φεύγει», η ενότητα λύεται και η μονάδα μας αποσυντίθεται.

Ως πεμπτουσία της ζωτικής μας ενότητας, η ψυχή υποφέρει από διχαστικές πρακτικές που ανοίγουν βιωματικά χάσματα στη ζωή μας, όπως συμβαίνει με την έλλειψη της ειλικρίνειας και την αποφυγή της αλήθειας μας. Τότε, τα αισθήματα που μας εκπέμπει η ψυχή είναι αισθήματα δυσφορίας. Αντίθετα, επιβραβεύει με αισθήματα ευφορίας τις ενοποιητικές πρακτικές, που μας φέρουν πιο κοντά στην αλήθεια μας και μας ταυτο-ποιούν, ολοκληρώνοντάς μας και εκ-πληρώνοντάς μας.

Με το δίπολο των αισθημάτων, της ευφορίας και της δυσφορίας, η ψυχή μάς υποδεικνύει τον τρόπο να κινηθούμε στη ζωή.

Με τη, μεν, δυσφορία μάς δείχνει να φύγουμε από εκεί που βρισκόμαστε, να αλλάξουμε στάση, να διαχωριστούμε από ό,τι μας κάνει κακό: ό,τι προκαλεί κενό στη ζωή.

Με τη, δε, ευφορία μάς δείχνει ότι βρισκόμαστε κοντά σε ό,τι μας κάνει καλό: ό,τι μας εκπληρώνει.